-
1 азимут
астр., геод. το αζιμούθιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > азимут
-
2 вакуум
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуум
-
3 магнитометр
το μαγνητόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магнитометр
-
4 максимум
το μέγιστο(ν), το ανώτατο όριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > максимум
-
5 нуль
το μηδέντο μηδενικόабсолютный - απόλυτο - (-273°С)- глубин (геод.карт.) - του βάθους/βυθούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль
-
6 порог
1. тех. το κατώφλιборовковый - мет. η ποδιά του ανοίγματοςвыходной мет. - της εξόδουнаправляющий гидр. - οδηγός2. (наименьшая величина, степень проявления чего-л.) το κατώτατο όριο- рекристаллизации температурный η (χαμηλότερη) θερμοκρασία ανακρυ-στάλλωσης)энергетический - ενεργειακό - 3 (каменистый поперечный выступ дна реки) η ξέρα (του ποταμού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порог
-
7 электрометр
физ. το ηλεκτρόμετρο абсолютный - απόλυτο -струнный - χορ-δής/νήματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электрометр
-
8 спирт
το οινόπνευμαабсолютный - καθαρό -, απόλυτο -безводный - см. абсолютный -бутиловый - η βουτανόλη, η βουτιλική αλκοόληвинный - см. этиловый -двухатомный - η δισθενής αλκοόλη, η γλυκόζηметиловый - (метанол) το μεθυλόπνευμα, η πολυσθενής αλκοόληпервичный - η πρωτοταγής αλκοόλη, το πρωτότυπο οινοπνευματώδες υγρό- салициловый - η σαλιγενίνη, η ιτεογονίνηэтиловый - το αιθυλόπνευμα, η αιθυλική αλκοόλη (С2Н5ОН)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спирт
-
9 absolute risk
French\ \ risque absoluGerman\ \ absolutes RisikoDutch\ \ absoluut risicoItalian\ \ rischio assolutoSpanish\ \ riesgo absoluteCatalan\ \ risc absolutPortuguese\ \ risco absolutoRomanian\ \ risc absolut; riscul absolutDanish\ \ absolutrisikoNorwegian\ \ absolutt risikoSwedish\ \ absolut riskGreek\ \ απόλυτος κίνδυνος ή απόλυτο ρίσκοFinnish\ \ absoluuttinen riski; ei-suhteellinen riskiHungarian\ \ abszolút kockázatTurkish\ \ mutlak riskEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ absolutna tveganjePolish\ \ ryzyko bezwzględneRussian\ \ абсолютный рискUkrainian\ \ -Serbian\ \ апсолутни ризикIcelandic\ \ alger hættuEuskara\ \ absolutua arriskuFarsi\ \ riske motlaghPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ المخاطرة المطلقةAfrikaans\ \ absolute risikoChinese\ \ -Korean\ \ 절대위험 -
10 дух
-а (-у) α.1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•
в том же -е στο ίδιο πνεύμα•
в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.
(φιλοσ.) το Πνεύμα•абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.
|| (θρησκ.) ψυχή.2. ηθικό•боевой дух μαχητικό πνεύμα•
моральный дух το ηθικό•
дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•
сила -а ηθική δύναμη•
подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•
упадок -а πτώση ηθικού.
|| θάρρος•поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•
не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.
3. νόημα, ουσία•это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•
дух времени το πνεύμα των καιρών.
4. άυλη υπόσταση•добрый дух το αγαθό πνεύμα•
злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).
5. αναπνοή•дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•
затаить -κρατώ την ανάσα•
дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.
6. παλ. αέρας.7. μυρουδιά.8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•
он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.
|| με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.
εκφρ.святой – Αγιο Πνεύμα•святым -ом (узнать – κ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•быть в -е – είμαι σε ευθυμία•быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчаться – κ.τ.τ.) ολοταχώς•быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.
Перевод: с русского на все языки
со всех языков на русский- Со всех языков на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий